Hace poco me encontré en youtube con este vídeo ambientado en un cafenío de Creta. Varios parroquianos juegan al tavli o leen la prensa, mientras se escucha en el televisor al candidato de un nuevo partido lanzar sus soflamas electorales. En un rincón se sienta un hombre vestido de negro con expresión seria y mirada concentrada. De repente se abre la puerta del local y entra el candidato con su comitiva electoral repartiendo propaganda. El hombre de negro se niega a darle la mano, se pone en pie, aprieta los puños con rabia, cierra los ojos y... empieza a bailar.
El personaje me recordó de inmediato al capitán Mijalis, el protagonista de la novela de Casandsakis que comentamos en la entrada anterior. Ambos van vestidos de negro y encubren con su silencio una rabia concentrada. Su indignación no se expresa con palabras y parecen recibir de la tierra una fuerza fuera de lo común.
Los autores e interpretes de la canción son Leonidas Balafas y Yorgos Nikiforu Servakis.
Να σταθώ στα πόδια μου
Μοιάζω με βομβαρδισμένο τοπίο
με ένα στιχάκι που είναι μουτζουρωμένο
στης ζωής το τελευταίο θρανίο
και με πουλί ξενιτεμένο...
Έχω πείσμα και γερό το στομάχι
σαν το Παύλο με την κάλπικη λύρα
την αγάπη που έχω δώσει δε πήρα
έτσι το θέλησε η μοίρα....
Άντε να σταθώ στα πόδια μου
μετά από τόσα χτυπήματα
έχω ξεχάσει τα βήματα
μα δε με παίρνει να πώ δε μπορώ
πρέπει να μπώ στο χορό...
Μες τον κόσμο μεγαλώνω τον άπονο
ποιός στ΄αλήθεια πέρνει αυτό που του αξίζει
δε το θέλω μα μου βγαίνει παράπονο
γιατι η ρόδα δε γυρίζει...
Μοιάζω με βομβαρδισμένο τοπίο
με ένα στιχάκι που είναι μουτζουρωμένο
στης ζωής το τελευταίο θρανίο
και με πουλί ξενιτεμένο...
Έχω πείσμα και γερό το στομάχι
σαν το Παύλο με την κάλπικη λύρα
την αγάπη που έχω δώσει δε πήρα
έτσι το θέλησε η μοίρα....
Άντε να σταθώ στα πόδια μου
μετά από τόσα χτυπήματα
έχω ξεχάσει τα βήματα
μα δε με παίρνει να πώ δε μπορώ
πρέπει να μπώ στο χορό...
Μες τον κόσμο μεγαλώνω τον άπονο
ποιός στ΄αλήθεια πέρνει αυτό που του αξίζει
δε το θέλω μα μου βγαίνει παράπονο
γιατι η ρόδα δε γυρίζει...
Mantenerme en pie
Parezco un paisaje bombardeado,
un verso emborronado
en el último pupitre de la vida
y un pájaro emigrado...
Soy terco y duro de estómago,
como Pablo con la falsa moneda,
el amor que he dado no lo recibí,
así lo quiso el destino...
¡Venga! Voy a mantenerme en pie,
después de tantos golpes
he olvidado los pasos,
pero no puedo decir que no soy capaz,
debo entrar en el baile...
Envejezco en un mundo cruel.
¿Quién de verdad alcanza aquello que merece?
Sin quererlo me sale una queja
porque la rueda no gira...
--
Publicado por Blogger para ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ el 10/28/2015 04:08:00 p. m.
No hay comentarios:
Publicar un comentario